εμπνευματώ

εμπνευματώ
(-όω) (Α ἐμπνευματῶ)
1. εμφυσώ, γεμίζω αέρα
2. προκαλώ εμφύσημα
αρχ.
1. παθ. (για πλοίο) ωθούμαι από τον αέρα
2. παθ. γίνομαι ασθματικός
3. εμπνέομαι από τον θεό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”